-
1 λάταξ
λάταξ, αγος, ἡ, 1) der Tropfen, die Neige Wein, Suid. erkl. ἡ μεγάλη σταγών; – bes. die aus dem ausgetrunkenen Becher herausgeschwenkte Neige Wein, die mit einem klatschenden Geräusch in ein Becken fiel, vgl. κότταβος; ἀφεῖναι τὴν λάταγα, Ath. XI, 479 e ff., wo aus Alcaeus λάταγες ποτέονται κυλιχνᾰν ἀπὸ Τηϊᾰν angeführt wird, vgl. XV, 668 f; Soph. frg. 257 nennt sie ἀφροδισία, weil man den Namen der Geliebten dabei aussprach; λατάγων παιγμός Agath. 9 (V, 296); Callim. frg. 102. – Auch das Geklatsch selbst, Phot. – 2) Bei Arist. H. A. 1, 1 ein im Wasser lebendes vierfüßiges Thier, vgl. 8, 5.
См. также в других словарях:
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… … Dictionary of Greek